- πυλαμάχος
- -ον, Α(εσφ. ανάγν.) βλ. πυλαιμάχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυλαιμάχος — και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, ον, Α 1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη 2. το θηλ. προσωνυμία τής Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek